εξάστιχος

εξάστιχος
-η, -ο
1. που αποτελείται από έξι στίχους (σειρές) γραμμάτων: Εξάστιχη αγγελία.
2. που αποτελείται από έξι μετρικούς στίχους: Εξάστιχη στροφή (στροφή που αποτελείται από μία τετράστιχη στροφή και δύο στίχους ομοιοκατάληκτους).
3. το ουδ. ως ουσ., εξάστιχο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἑξάστιχος — of six lines masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάστιχος — η, ο (AM ἑξάστιχος, ον) (για γραπτό κείμενο) αυτός που αποτελείται από έξι στίχους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εξάστιχο στροφή που αποτελείται από έξι στίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + στίχος] …   Dictionary of Greek

  • ἑξάστιχον — ἑξάστιχος of six lines masc/fem acc sg ἑξάστιχος of six lines neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαστίχους — ἑξάστιχος of six lines masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”